ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΓΟΒΔΕΛΛΑ ΠΕΡΣΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΑΘΛΟΥ

  1. (05) BIBLIOGRAPHIE HELLENIQUE XVII TOME DEUXIEME
  2. 438 ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΓΡΟΣ ΓΟΒΔΕΑΑΑ ΙΙΕΡΣΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΑΘΑΟΥ Ψαλλομένη tfi κο'. Τοϋ Σεπτεμβρίου Μηνός. Συντεθεΐσα χαράτε του Όσιωτάτου έν Ίερομον*χοις, και λογιωτάτου, Κυρίου ΚΑΛΛΙΟΠΙΟΥ Καλλίεργου (sic) ~ο0 Κρητος, καράτι, του ευλαβέστατου, έν ίερεΰσι, Κυρίου ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΟΥ Τζάνε, του λεγομένου Μπουνιαλγ}. ΤοΟ εικονογράφου. Εφημερίου έν τω Ναω του 'Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΐών Ρωμαίων του έν Κλειναΐς Βενετίαις. Δια δαπάνης δε και αναχωμάτων του αυτοϋ "Ιερέως, Τζάνε. Την σήν τελοΰντας έκ πόθου, μνήμην Μάκαρ. Άθλητά μυρίαθλε φρουρεί και σκέπε. ΕΝΕΤΙΙΙΣΙΝ, αχξά. Πα ρα Ανδρέα τω Ίουλιανω. Con Licenza »e' Superiori, & Pi-iuilegio. In-4° de 8 feuillets non chiffres et μ' (40) pages. Les 8 feuillets "binaires sont imprimes tout en noir, mais le reste du livre est tire en rouge et noir. Extremement rare. Collation des feuillets liminaires : feuillet 1 recto : Le titre. Meme f. verso : Les deux pieces de vers reproduites ci-apres : ΕΚΦΩΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣ TON ΑΠΟΝ. "Εγρεο, Γοβδελαδ, τύμβοιο παλίμβιος" Ιγρου φοίνιξ οία νέος φοίνικα χερσ'ι φέρων ήνίδε φλοξιν ϊρωτος φωσφίρον ήψατο πυράν πυρ Έμανουήλου άφθέν ανά κραδίην' ΰδατι πυρ σβένυται" νυν ουν τάντίστροφον ώφθη, πΰρ ώθεΐ χρονίης κυματ' άμνημοσυνης. ΕΤΕΡΑ. Έγρετο Γοβδελαας, παλίνορσος Φοίβος υπάρχων φως φέρε τω Τζάννη καυτός έμοΤς βλεφάρ.οις, """•lOOKAPHU 111 LI.liNIQUC II — i ήλιον ουκ ϊνι άμμι βροτοϊς ά'ντικρυς έπόπτειν, πάνολον έν σελίσιν δερκόμεθ' ήέλιον. Άλέξ. Μ. 4 Β. Cette signature doit peut-etre-se lire : 'Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δ Βυζάντιος. L'annee meme ou parut' ce petit volume, 1661, Alexandre Maurocordato etudiait a l'universite de Padoue. Feuillets 2 recto-3 recto : Τω πανιερωτάτω και σοφωτάτω μητροπολίτγ] Φιλαδέλφειας κυριω κυρίω Μελετίω τω Χορτακίω, υπερτιμώ και έξάρχω πατριαρχικφ. Άγκαλά καΐ ή τοΐί Χρίστου καθολική εκκλησία, πανιερώτατε και σοφώτατε δέσποτα, να ένθυμαται εις τας κθ' του σεπτεμβρίου το θαυμαστον μαρτύρων τοΰ μεγαλομάρτυρος και πολυάθλου Ροβδελαα, άμή χωρ'ις Ισπερινον και κανόνα, μόνον τΐ) αυτί) ήμερα, και τοΰτο οχι άπδ σμικρότητα του αγίου, επειδή και μέγιστον τον παρασταίνουσι τα μεγάλα του κατορθώματα, αλλ απορία εφέσεως τής προς τον άγιον, και δια τοΰτο τοσούτον χρόνον διέμεινεν οΰτως' αλλ' επειδή και εις ήμας τους ευτελείς δούλους τής ση"ς πανιερότητος, και έν τοΐς ήμετέροις χρόνοις περισσότερον παρά σ' άλλους έφάνη τοΰ αγίου ή πρεσβεία θερμή προς θεον, και το ζητοόμενον έλάβομεν, δια τοΰτο οντες ήμεΐς οΰτιδανοι να δώσωμεν πρέπουσαν ίΰχαρίστησιν τοιούτου βοηθοΰ, έλογιάσαμεν, επειδή και σήμερον ή αΰριον δίδομεν το κοινδν τέλος τοΰ θανάτου, και το ϋπερφυές θαΰμα μένει λησμονημένον, να τυπώσωμεν τήν παροΰσαν άκολουθίαν, εις δόξαν μέν τοΰ αγίου, τελείωσιν δέ τοΰ χρέους οποΰ προς αϋτδν έχομεν, και σημάδι τής έμφυτου εύλαβείας. Άμή, διατΐ ή ακολουθία είναι 'όλως ίκετήριος χωρίς να φανερώνη το' γεγονός θαΰμα, δια τοΰτο μέ βραχυλογίαν δίδομεν εί'δησιν τΐ)ς σί)ς σοφίας. "Οντες λοιπόν εις τήν δυστυχή" πατρίδα, ήγουν εις τδ "Ρέθεμνος, είχαμεν και άθλους αδελφούς κατά σάρκα, άπο τους οποίους ένας ονόματι Φραγγίας αρρώστησε κατά πολλά και τοιαύτην άσθένειαν οποΰ οι έ'ξω ιατροί πολύν φόβον θανάτου δι' αΰτδν μας έδωσαν' και δια τοΰτο ο , πατήρ μας «κουοντας τδν θάνατον να σιμώνη, προς τον αΰτοΰ υίον άλλέως δέν ήτον παρά καθώς εις τήν παροΰσαν και πράσκαιρον ζωήν μας έκυβέρνα ού'τω και δια τήν μέλλουσαν άπρεπε να έτοιμάση. Και, ξημεράνοντας ή κθ' του σεπτεμβρίου μηνός, έπήγεν εις τον σεβάσμιον ναον τής κυρίας των αγγέλων να εΐπΐ) του εφημερίου να έτοιμάση τα επιτήδεια τής ταφής, και δια να διαβάζη το συναξάριον τοϋ αγίου, δέν ηθέλησε να τοΰ μιλήση εϋθυς, άλλα και με πολλήν εΰλάβειαν ήκουε το μαρτυριον, και ού'τω τον άγιον δια τήν ζωήν τοϋ παρ' ολίγον τεθνηκότος άδελφοΰ έπαρακάλεσε, τάσσοντας να του κάμη τήν εικόνα και τήν κατ' έτος έορτήν, και τελειώνοντας ό ίερευς το μαρτυριον, του είπε τήν συμφοράν του, και εις τον οίκον επιστρέφοντας ηύρε τον υίόν κοιμώμενον, τον δποΐον ήλπιζε να εΰρη τεθνηκότα. Και μετά ωρα^> έξυπνώντας b ποτέ άλαλος, τυφλός και νεκρός, άνέβλεψεν, έλάλησε και εΐπε' « που είναι 4 κοκκινοφόρος νέος δποΰ μ' έσκέπαζε μέ το άπανωφόριόν του δσην ώραν έκοιμούμουν ; » Και δ %χτ^ρ, άκούοντας τδν λόγον, έδόξασεν δμοΰ και πάντες τον θεον και τον ά'γιον, όπου έπρόφθασεν ευθύς εις τοιαύτην φοβερήν θανάτου ώραν. Και άπο τότε ό ασθενής ήμερα τή ήμεροι προς ζωήν ήλθε, και δια τοΰτο λοιπόν καΐ ήμεΐς τήν εικόνα έποιήσαμεν, και τήν άγίαν έορτήν κατ' ϊτος δέν όκνοΰμεν, άλλα και τήν παροΰσαν άκολουθ ίαν δια ιδίας εξόδου είς τύπον να βαλθή έκοπιάσαμεν, και προς τήν 'ήν πανιερότητα (ει καΐ μικρόν τδ δώρον) αφιερώνομεν, και σύγγνωθι ήμϊν τοΰ τολμήματος, ποιμήν του Χρίστου θεοπρόβλητε. Τής σής πανιερότητος ευτελής κα'ι ανάξιος δοϋλος, 'Εμμανουήλ ίερευς δ Ζάνες ό εικονογράφος, δ λεγόμενος Πουνιαλής, δ 'Ρηθύμνειος. Feuillet 3 verso : Είς τον πανιερώτατον καΐ σοφώτατον Χοριάκιον κυριον και δεσπότην δ Κρής Καλλιόπιος. Επίγραμμα. ΤΩ Κρήτη, περίδοξος ε"δρη ανδρών πολυφήμων, ώ συ τε Χορτακίων εΰγενέων γενεή, τέρπεο, και γαρ ϊχεις Μελέτιον θ' ήλιον άλλον αύχήσαι προφανώς Ελλάδι λαμπόμενον, ou βρονττ)σι λόγος, βίος .είκελος άστεροπΐ)σιν, άκτΐσιν δ' άρετα'ι άσπερ άπασι χέει' ζωογονεί κραδίας τε βροτών αΐσχροΐσι τακείσας' ήλιος ουν Ιργοις αϊ και έ'τεσσιν 2οι ! Feuillets 4 et 5. Sont occupes par une preface sans interet, dont voici l'intitule : 'Εμμανουήλ, b ευτελής πρεσβύτερος και εικονογράφος, τοις ευσεβέσι και φιλομάρτυσι χριστιανοις χάριν και ε"λεος παρά του ένος τρισυπόστατου και ομοουσίου θεού. Feuillet 6 (recto et verso) : Εις τον άγιον μεγαλομάρτυρα Γοβδελααν, υίον Σαβωρίου, τοΟ σοφωτάτου Ιλαρίωνος ιερομόναχου τοΟ Κιγάλα. Γοβδελαα πολυτλα, κλέος ά'φθιτον οΰρανιώνων, 2κγονε Περσιάδων σκηπτροφόρων γονέων, τίπτε τεήν φονίοισιν ύποβληθεΐσαν όλέθροις ουκ ένέδως βιοτήν, άλλα σαθροΐς καλάμοις ; 015 σε, μάκαρ, ^οίναισι καταξάναντες άκάνθαις τετράκις, ou νευροις ήλασαν έκ βιότου" οϋ κτάνον άμφ'ι τένοντας άποσπάσαντες ιμάντας μαρτυρικόν τε κάρας δέρμα μεταυχενίης. Ou θάνες, βττε μυλωνάς άπερρίζωσαν οδόντας, πάντων δ' ά'λγος έτλης σκαπτομένων ονύχωνουδέ λέβης κατέπρησε πυριφλέκτοισι καχλάζων, όστέα δ' ουκ έάγη τεκτονικω κοχλία' ου σε ποσ'ιν πατέοντες Ολον νύχος ώλεσαν ίπποι, ou φρουράς χρονίης τρυχόμενόν σε πόνοι. Οΰκ οβελος πυρίκαυστος άπέκτανεν ωτα διήκων, ou φθάρε μασχαλίδων πυρφόρα κύκλα δέμας. Οΰτε δ' έπ' άγκίστροισι καθηλώσας σέο νώτα, ούτε πάλιν χείρας βάρβαρος ήνυσέ τι. Δις μέν άνεσκολόπισεν, άνηλεέεσσι δέ η) οις εις ξύλον έξέτενεν χείρας άεθλοφίρους' «ρτι δέ δεξαμενέων άνθ' αίματος ϊρρεε λυθρα £ν δ' 'όλον έ'δρασέ σου πολλάκι τραύμα δέμας. Θάμβησάν ποτέ τόξα μετήορον !bv ίδόντα, θαύμασεν ηττηθείς λιμός 5 πανδαμάτωρ. Τίπτε σον ou κατέλυσε, μάκαρ, β(ον έΊσχατα χάντα, έ'φθαρε δ' αϊ δονάκων θραύσματα λεπταλέων ; Γνώθι μοι έν βασάνοισιν όσον χέλε χ(στις άμυμων, ώς δέ σαθρά καλάμοις έστ'ι φύσις μερόπων. Γοβδελαας ην μάρτυς, όθεν κράτος ϊσχεν ολέθρου, και βροτος ων σαθρών ήριχεν έκ δονάκων. Feuillet 7 recto : Invocations en prose a S. Govdelaas. Meme feuillet verso : Priere pour chasser les pensees obscenes, composee par S. Epiphane, patriarche de Constantinople. Feuillet 8, blanc au recto, contient au verso un beau portrait en taille douce de S. Govdelaas. Bibliotheque du prince Georges Maurocordato. Bibliotheque d'Emile Legrand.
  3. Ανδρέα τω Ιουλιανώ