ΛΟΓΟΙ / ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ / ΕΙΣ TO ΣΩΤΗΡΙΟΝ ΠΑΘΟΣ, ΚΑΙ / ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝΔΟΞΟΝ ΑΝΑΣΤΛΣΙΝ / Του Κυρίου ημών Ιησοΰ Χριστοΰ

  1. (18) ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ
  2. 51.— ΛΟΓΟΙ / ΨΎΧΏΦΕΛΕΙΣ / ΕΙΣ TO ΣΩΤΗΡΙΟΝ ΠΑ- ΘΟΣ, ΚΑΙ/ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝΔΟΞΟΝ ΑΝΑΣΤΛΣΙΝ / Του Κυρίου η- μών Γησοΰ Χριςοΰ,/ΣΥΝΤΕΘΕΝΤΕΣ/Παρά Αθανασίου ιερομονά- Χου/Βαρούχα τοϋ Κρητός, / Εις ώφέλειαν και σωτηρίαν των πις'ών/. Νυν μεν πρώτον τύποις εκδοθέντες./1 Ιαρά δε Γωάννου Γερέως τοϋ Λ'βραμίου / πάση επιμέλεια ο"<..ορθο:>θέντες. / [Τυπ. σήμα: Ν. S.] / ΕΝΕΤΠΙΣΙ. 1711./Παρά Νικολάω τω Σάρω. ,αψια'./CON LICENZA DE SUPERIORI. 15,5 έκ.— σ. 218. Στή σ. [8] ξυλογραφία μέ τή Σταύρωση.—Casanatense: hh.V. 8. Στις σ. 3 - 7 προσφωνητική επιστολή τοϋ 'Αθανασίου βαρούχα: Προ; πάντα; τον; έντευξομένου; ορθόδοξοι'; Χριστιανού; Ίερομένου;, Κο- σμικού;, κ(αϊ) Μοναχού;, μετάνοια, υγεία, κ(α'ι) πάντα τά αγαθά και ωφέλημα. "Αγιοι και φιλόχριστοι Πατέρε;, κ(αι) 'Αδελφοί μου Χριστιανοί, (ίσοι λάβετε τούτου; τοϋ; ζ'. Λόγου;, σά; παρακαλώ νά του; δεχθήτε, και νά ακούσετε μέ πα- σον τιμήν και Οεϊκίμ· εΰλάβειαν τά άγια Πάθη τον Κυ(ρίου) μα; Ίι/σον Χρίστου, x(ai) νά τά χαράξετε μέσα ει; την καρόίαν σα;, ωσάν τά έχάραξεν ύ Χ(ριστύ); 164 Ο ΕΡΑΝΙΣΤΗ!, 14 (1977) εις το κορμί τον, και τα έδέχθηκε μέσα εις την καρδίαν τον, δια να μας συγχώρεση τάς αμαρτίας μας, και να μας βάλλη είς την βασιλείαν τον. "Αν θέλετε, και σας αρέσει να τους διαβάσετε είς αυτήν τήν Ορηνητικήν και πικραμένων ήμέραν της άγιας και μεγάλης Παρασκευής, χρεία είναι, να αναγνώσετε εις τον "Ορθρον είς τήν s'. Ώδήν, τον πρώτον Λόγον τον "Ορθρον. Κα) τήν ήμέραν είς [σ. 4] τήν Πρώ- την "Ωραν τήν πρώτην Στάσιν. Και πρώτον ας διαβάζονται οι τρεις Ψαλμοί τ(ής) "Ωρας, τα Τροπάρια, ή Προφητεία, ό 'Απόστολος, κ(α'ι) το Εϋαγγέλιον και ευθύς καθίζοντας ό Λαός, ας διαβάζη κανένας Ίερομένος καλόφ όνος, όιαχιοριστά, κ(αί) ενμορφα, κ(α'ι) καταννκτικά, με πάααν ενλάβειαν τήν Πρώτη» Στάσιν, να άκούονσι μέ καλήν σιιοπήν όλοι εκείνα τι'ι θλιβερά και πονετικά λόγια, νά ενχαριστονσι τόν στανρωθέντα Χριστόν, κ(α'ι) να κλαίονσι τάς αμαρτίας τονς. κ(α'ι) έτςι ας γένη κ(αι) είς τ(αϊς) άλλαις τριϊς Στάααις. Ό χ'. Αόγος ας διαβάζεται είς τ(όν) "Ορθρον τον μεγάλον Σαββάτον. κ(α'ι) ό 1". είς τήν άγίαν και μεγάλην Κνριακήν ν(ήζ) Ααμπράς, καθώς όπον είναι εδώ είς τοντο το Βιβλίον σημαδεμένοι. Kui διά νά γίνεται ή μάζωξις είς τήν 'Κκκλησίαν την μεγάλην Ι Ιαοασκενήν, χοι ιάζετ(αι) οι Προεστοί, όπον είναι είς Χιόραις, ή είς Χαίρια, ή είς Μοναστήρια, νά το προφιυνον- σι προτήτερα είς τήν Έκκλησίαν, ή τήν Κνριακήν τών Ηαίιον, ή άλλην ήμέραν, όπου είναι πολλοί είς τήν Άκολονθίαν, κ(αί) νά τονς προειπονσι νά το όώσονσι λόγον ένας άπό τον άλλον, νά τόν μάθονσιν όλοι. νά μαζωχθονσιν είς την τάδε Έκ- κλησίαν, όπον νά είναι /ιεγαλήτερι/, και τύπος επιτήδειος νά σταθονσιν οι ερχόμενοι, νά ακούσουν τά Πάθη τον Χριστού, και ταίς πληγαϊς, και τονς πόνους τον. Και αν θέλουαι νά δεχθή ό Θεός τήν άκολονθίαν, και προθνμίαν, [σ. 5] κ(αί) ενλάβειαν, κ(α'ι) κόπον, κ(α'ι) τήν καλήν τονς προαίρεση', ας σνμαζώξονσιν όλον τόν νουν τους, κ(α'ι) τήν ορεξίν τονς αντήν τήν ό'ιραν ol Προεστοί, κ(αί) ό Λαός, είς τήν άγάπην τον Χ(ριστο)ν, νά περισσενη ό πόνος τους τήν κακοσύνην τών Ιουδαίων, όπον τόν έστ(αύ)ριοσαν. ΝαΊ 'Αγαπητοί, ας τ(όν) τι/ιήσωμεν /ιέ μίαν καλήν κ(α'ι) άγαπημένην σνμφωνίαν, ας τόν ενχαριστήσνηιεν είς (τήν) μεγάλην ενσπλαγχνίαν, όπου ηθέλησε νά πάθη τόσα κακά διά εμάς τους άμαρταιλυύς, καθώς ήκούσετε και αλλαις φοραις, κ(αι) θέλετε άκούση κ(α'ι) τώρα είς τήν άνάγνωσιν, διά καλλή- τερην κ(α'ι) άλησμόνηστον ένθύμησιν. Άδέν έαυμφοίνονσαν οι ασεβείς κ(αί) άπιστοι 'Αρχιερείς, και "Αρχοντες, και ό θεόργιστος Λαός τών 'Ιουδαίων, δεν έστ(αύ)ρωναν τ(όν) Χ(ριστό)ν. ετζι κ(αί) τώρα, άδέν σνμψωνήσονν 'Εκκλησιαστικοί, κ(α'ι) Λαϊκοί, δεν όοξάζετ(αι) ονδέ θεραπεύεται ό Χριστός. 'Εκείνοι έκάμασιν ωσάν εχθροί, μα εμείς ας κάμωμεν ώς φίλοι τήν Οεάρεστον σνμφωνίαν. Και πρώτον οι 'Εκκλησιαστικοί ας φωνάζονσι πάντα τονς τον Κνρίον τά δικαιώματα, διατ'ι άδέν το κάνουσι, γίνονται φονείς είς ταίς ψυχαίς, όπου διά νά μήν τους μιλονσιν, άμαρ- τεύονν, κ(αι) κολάζοντ(αι). Μαρτνρά το ό μέγας Χρνσόστομος. Φόνων υπεύθυ- νοι οι διδάσκαλοι κρίνονται, όταν μή πάντα, χωρίς υποστολής εξηγούνται τού θεού τά δικαιώματα. Και το παθένονσι κ(αί) αντοί ώς τόν Ίωνάν τ(όν) προφήτην είς τήν θάλασσαν, και όσοι δέν πείθοντ(αι) [α. Ο J τ(ής) 'Εκκλησίας, το παθένονν ώζ το έπαθαν οι Νινευΐται τ(ήν) δεντέραν φοράν, όπου έπήγεν ό Προφήτης Ναούμ, κ(αί) τους έμίλησε, κ(αί) μήν υπακούοντας είς τά λόγια του, νά μετανοήσουν, έκαταποντίσθησαν αν τ(ήν) ήμέραν ετούτην έτρόμαξαν τά άψυχα στοιχεία, κ(αι) άλλαξαν τ(ήν) όψιν τονς, κ(αί) τ(ήν) έδειξαν &(εό)ν τους μετά σημάδια όπου έκάμασι, στέκει καλά νά μή δείξωμεν σήμερον (και) εμείς τ(ήν) άγάπην μας; Βαρύ σας φαίνετ(αι) νά ξαργήσωμεν μίαν ήμέραν διά εκείνον, όπον έκρεμάσθη εις τ(όν) Στ(αυ)ρόν, xfal) απέθανε διά τ(ήν) άγάπνη [sic] μας, κ(αϊ) διά τ(ήν) έλευ- θερίαν μας αύτ(ην) τ(ι)ν) ήμέραν; 'Αν ήτον θάνατος ενός παραμικροί' άν(θρώπ)ου, εξαργιονμαν, να τ(όν) αυντροφεύαωμεν κ(αί) εις τον Χ(ριστο)ϋ τα πάθη δεν μας έγνοιάζετ(αι), κ(α'ι) δν Ιβρεχεν ή άδάωστία ήτον, ή άλλον έμπόδιον, εξαργιονμαν κ(α'ι) δέν έψηφοΰμαν τό διάφορο»' κ(α\) εις τ(ήν) ατ(αν)ρωπιν τον Χ(ριστο)ν δέν χαρίζομεν μίαν ήμέραν, ήττον δέν χάνομεν, άλλα χερδένομεν; κ(αΐ) άδέν άκοι'- σιομεν τα ΙΙιίθη τον σήμερον μέ μίαν ένθι'ηιησιν άλησιιόνηστον, πότε θέλετε νά τά άκονσιομεν: & εθνική απιστία. ν> φοβερή τνφλάγρα m τρο/ιερή ασέβεια, κ(α'ι) παντοτινή άπαν(θρω)πία, κ(α'ι) 'Ιουδαϊκή σκληροκαρδία; "Ω πως έπαοαστρατή- σαμεν δλοι μας άπό τ(ήν) στράτα» τον θ(βο)ϋ, κ(α'ι) από το μεγάλον μας χρέος, ωσάν νά εϊμεσθεν Ιπιστοι [sic]. Καλά το λέγει ό ΙΙροφέμης . \α(βί)δ. Πάντες έξέ- κλιναν, άμα ήχρειώθησαν. ονκ run ποιων χρηστότητα, ονκ έστιν Ιως ενός. 'Αλή- μονον, ονδέ καν τοντην τ(ήν) ήμέραν δέν εϊμεσθεν καλοί νά άκούσωμεν τ(ήν) άμε- τροι· Αγάπη» κ(α'ι) έλεη/ιοσννην. ι'ιπον εκαμεν ό (-)(εό)ς ει; έ/ιάς διά τ(ήν) ενσπλαγ- χνίαν τον: /σ. ?/ ΊΌντη περισσεύει ά/.αις τ(α'ις) Ολιβεραϊς κ(α'ι) καταννκτικαίς ήμέραις άλονοϋ τον χρόνου, κ(αι) άσοι τ(όν) τιμοϋσι /ιέ νηστεία», κ(α'ι) ευλάβεια», ελεημοσύνη», κ(α'ι) μετάνοια», λαμβάνουν εύκολα τ(ι)ν) σνγχώρεαιν, (ημπορώ νά ειπώ) ιός τ(όν) μετανοημένοι· Αι/στήν. οποί· τ(όν) εβαλεν ό Χ(ριστό)ς εί'θυς εις τ(όν) Καράδεισον. Τέλος πάντων 'Εγώ Ιχαμα ό>ς τά μικρά κ(αί) πτιοχέι παιδία, όπου δέν δύνουνται νά δουλέψουν, κ(α'ι) μαζώνουσιν άπό τά πεσμένα άστάχνα τών θερι- στών, και άπό τ(αϊς) μαδισμέναις ρώγαις τών τρνγητώ», κ(αι) φιλει'ιουσι τους γονείς, κ(α'ι) τιϊ αδέλφια τους. ετ^ι κ(α'ι) έγώ εί·ρισκόμενος πτωχός κ(αί) μικρός άπό άρετήν κ(αι) μάθηαιν, μαζώνοντας τούτα τά μικρά κα'ι ολίγα λόγια άπό τάς Άγιας Γραφάς, κ(ιιι) Ιιδασκιίλονς, σάς εστεσα τι)ν πν(ενματ)ικήν Τράπεζαν τ(ης) αγίας και προσκννητ(ής) Στ(αν)ρώσευ)ς τον Χ(ριστο)ν εις ψνχικήν σ(ωτη)- ρίαν. κ(α'ι) δέν χρειάζετ(αι) άλλο, παρά νά υπακούσετε. κ(αι) σάς προσκυνώ μέ πά- σα» ταπείνωσιν τ(ής) καρδιάς μον. Ζητώντας τ(ήν) ενχήν, και την ευλογία» σας. xfal) σάς παρακαλώ νά δεχθήτε τήν καλέ/ν μον προαίρεσιν, κ(αΐ) νά παρακαλείτε tfdv) θεό», νέι μον συγχώρεση τέις αμαρτίας μου. 'Αμήν. 'Υγιαίνετε έν Χ(οιστ )ώ Ί(ηαο)ϋ τιϊ) δι ημάς στ(αυ)ρωθέντι. Λουλάς σας ταπεινός, κ(α'ι) κατέι θεόν ι)γαπημένος 'Αθανάσιος ανάξιος 'Ιερομόναχος Βαρούχας ό έκ Κρήτης Κΐναι ή πρώτη έκδοση τοϋ ϊργου, τοϋ οποίου γνωρίζουμε άλλες 12 εκδόσεις στον 18° αιώνα. ΓΙρόκειται γι'αυτήν πού ό Φ. Ήλιου, ο.π., α. 322ω', τήν περι- έλαβε στις άβιβλιογράφητες και χρονολογικά τήν υπέθεσε παλαιότερη τοϋ 1721. Τό Ίδιο ίτος ό Ν. Σάρος έτύπωσε και τό Έβδομαδευ/άριο τοϋ Άθ. Βαρούχα (Γ. Σ. Πλουμίδης, Τά παλαίει ελληνικά βιβλία της Μαρκιανής βιβλιοθι)κης της Βενετίας, «Ό Ερανιστής», θ' 1971, σ. 259).
  3. Αθανασίου ιερομονά-Χου/Βαρούχα τοϋ Κρητός