ΠΕΡΙ ΘΥΜΟΥ ΣΤΙΧΟΙ

  1. (09) BIBLIOGRAPHIE HELLENIQUE XVIII TOME PREMIER
  2. 356 * ΠΕΡΙ ΘΥΜΟΎ ΣΤΙΧΟΙ ΠΑΤΡΟΣ ΘΟΜΑ ΣΤΑΝΙΣΛΑΟΥ ΒΕΛΑΣΤΟΥ της του Ιησού Συντροφιάς ROMAE, Typis Antonii de Rubeis. M.DCC.XLVII. SUPERIORUM PERMISSU. In-8° de 92 pages. Marque sur le litre. Rarissime. Pages 2-4, divers perniis d'imprimer dates des 23 decembre 1746, 15 fovrier et 4 mars 1747. Ce poeme de Stanislas Velastis, qui comprend 1250 distiques, est ridige en grec de Ghio. Nous en reproduisons le debut, avec son orthographe et toutes ses fautes d'impression, afin de donner une idee de cette edition et de la langue employee par l'auteur. ΙΙΡΟΘΕΩΡΙΑ . Μικρόν των συντοπιτών μου δώρον δια να χαρίσω, Με μετρημμένα χιότικα λόγια θε ξεδιαλίσω* ΙΙοιάν ή αιτία του θυμοΰ' πόσαις ζημιαΐς μας φέρνει. ΙΙώς έμπορεϊ, κα'ι είν καθενεις χρειώστης να τον προπέρνει. Ως δε τα πρωτοπέταστα πουλάκια άπ τήν φωλιάτους ΕΊς τόν αέρα τρέμοβσιν ν' απλώσουν τα πτεράτους, Έτζι τοΰ νοϋ μου οί λογισμοί να πρωτοδιαλισθουσιν Φοβούνται, και ό'λων έμπροσθεν στα μάτια να φανοϋσιν. Έφανήκαν οί στίχοιμας εις τήν χιον, έφανήκαν 3Γ.2 BIBLIOGRAPHIE HELLENIQUE "Οποιοι και άν ήτον δ', εις παιδιών στόματα επαινέθηκαν. Και τότε μέν το νόημα άπ το στόμα έυγαλμένον Εις τον αέρα μιαν στιγμήν ήτον διασκορπησμένον' ΆπΌ το ενα σ' άλλο αύτι έδιάβαινεν σαν λάψη, Ποϋ χάνεται, άπ τα σιίνεφα μονοστιγμής π' αστράψη' Τώρι δ' ώσαν ε'ις ζωγραφιάν (και πώς να μήν ντραποΟσιν ;) Τα αφανή νοήματα τοΟ νοϋμας θέ φανοϋσιν. Πόσοι σοφοί, στα χέριατους ταΐς σπουδαΐς μας σαν πιάσουν, 'Εκείνο π' έμας φαίνεται εϋμορφον, θε γελάσουν ; Έσεις δέ συντοπίταις μου κάμνετεν μή τρομάξη Ή Μουσαμάς, αλλ' άφοβα να ίβη νά πετάξη. Ακάμι τα καμάριασας τα σΰγχαρα κρατοϋσιν. Ακόμι τ* "Αγιου-Νικολα οί τεϊχοι άντιλαλοΰσιν. Όταν παιδιά, όπου μετά βίας ήρχιζαν νά τζευδίζουν, Τους ρήτορας έλέγετεν όμως νά βαγιρίζουν. Τίς τά Ιουστινιανόπουλα, τίς τά Μαρκοπουλάκια Νά θυμίζη, όταν τον λαον με τεριαστά λογάκια Έσύρναν άπ ταϊς συντροφιαΐς, άπο τά περιγιάλια, Και πολλών μάτια ένέγκαζαν νά τρέχουν σάν κανάλια. (Ρ. 6.) Σάν ροϋδι μέν τήν Έκκλησιάν μέ τάςιν διορισμένοι Έγέμιζαν κάθε λογής άνθρωποι μαζωμμένοι, Και όμως έυθΰς, όπ' ήρχιζεν ό πρώτος νά μιλήση, "Εβλεπες όλους σιωπή βουβή νά περεχήση. Ασάλευτη κάθε θωριά, άλαλον κάθε στόμα- Έλόγιαζες πώς ή ψυχαΐς έφευγαν άπ το σώμα. "Οταν δ' ό άλλος σταυρωτά άπο τ' άλλου τά χείλη Ήρπαν τά λόγια, και Ιτρεχεν τό ίδιον κατρακύλι, Τά Κεφάλια μονοστιγμής έθώρειες νά στραφουσι, Μ αύτια, μάτια, και στόματα τους στίχους νά ^ουφοΟσι. Και ό έκλαμπρώτατος Ποιμήν συχνά άπο το θρονίτου 'Ωσάν Ήλιος έπτάφωτος εις τήν Μεσιμβρινήτου, Τά φοβισμένα έγκάρδιωνεν ξενευγλωττα παιδάκια, Καϊ έντίμευιεν τ*ον υ'δροντους μ' εδλαβα κανισκάκια. Τοιαύτη αγάπη ώ χιόταις μου τον πόθον μου πτερώνει. Τέτοιος αέρας τά πανιά τής γλώσσας μου φουσκώνει. ΑΝΝΙίΕ 1747 353 "Αν σας έρέσαν μιαν φοράν ελπίζω τώρι πάλιν Τους στίχουσμας να λάβετε μέ άνοικτήν άγκάλην, Και άφ' ου βαρύν περάσουσι στην θάλασσαν χειμώνα, Να εΰρουσι στά χέριασας άτάρακτον λιμιώνα. 'Ελπίζω μεν. βλέπω δέ πώς πολλών δέν θέλει αρέσουν Και άντύχι θεν τους ψέξουσιν, άντις νά τους παινέσουν. *Αν ώφελέσω δέ ένος μον μέ τοΰτόν μου τον κόπον, Τί με νοιάζει δυσάρεστος νά μ.αι όλων τών ανθρώπων; Δια σεν μον, τους φιλόδοξους θεέ ποΰ φοβερίζεις ΚαΙ το καλόν να πάσχωμεν τοΰ πλήσιουμας ορίζεις, Δια σέν κοπιάζω μόν. Εσέν ειρήνη επικαλούμαι, Μ' έσέν να μπω στην θάλασσαν τοΰ θυμ.οΰ δέν φοβούμαι. θάλασσαν άγριοθάλασσαν κυματοβουρκωμένη, *Α μέ ποιους τον τής διάκρισης ή'λιον καπνούς τυφλαίνει; (Ρ. 7.) Πόσα καράβια έτζάκισαν; πόσα θέν τζακισθοΰσιν ; Γΐόσαις ψυχαϊς μές τα νερά τοΰ θυμοΰ θεν πνιγοΰσιν ; Γλωσσά μου τρέξαι, σώσαιταις, καϊ δεΐξαι των ταϊς ξέραις, Δεϊξαί των ποια νά φύγουσιν κύματα, ποιους αέρες. Πνεϋμα γροικώ στά κοϋφη μου, πνεϋμα θερμον ν' άξάψη, Που μ' άλλην φλόγα τοΰ θομ.οΰ τήν φλόγα θέλει κάψει. "Αρμενον, οπού άνεμος, και κύματα κουντοΰσιν, Νερά που εις κατρακυλιστά λαγκάδια ξεγκυλοΰσιν, "Αλογον, όπου χύνεται μέ λυτον συλληβάρι, 'Ρόδαν εις το κατήφορον, σαίττα άπ το δοξάρι *Ας περνά πυροπτέρωτη ή γλώσσάμου, και ας φεύη, Και στ' Άναγνώστου τήν καρδιάν τον λύσσαν ας κανεύη. 'Ρίζαν φύτραν άπ ταϊς καρδιαΐς τον θυμ' ας άνεσπάση. Κόκαλα έν έχει ή γλώσσάμου, κόκαλα δέ θά σπάσει. *Ας εΐν' τα λόγιαμου αστραπή, άς είν βροντή ή λαλιάμου, 'Αστροπελέκι σβουρνιστ'ον ας είν' τά γράμματάμου. Τον νουν μου ειρήνη θεϊκή ή λάμψις σου άς φωτίση Και άπ'ο τον νουν μου ή γλώσσάμου, φωτισμένη άς άρχίση. ΠΡΩΤΟΝ ΜΕΡΟΣ Ποίαις είναι ή α'ιτίαις τοΰ θυμοΰ. Πρώτα ή άσπίθα τοΰ θυμοΰ θεν πώ πόθεν έβιαίνει; BIBLIOGRAPH1B HBLLBNIQUB XVIII Ι — 23 Me ποιαν τροιρήν μες τήν καρδιάν σπαργανομεγαλαίνει'; Ποια άγρια Νοτιά ταϊς φλόγες του βυσα, και ταις αγριεύει; Και κατακαίει ταΐς καροιαϊς σταΐς οποίαις θριαμβεύει; Δέν ήθελα τόσον μακριά τον λογισμον να στείλω Στο θανατήφορον τ' Αδάμ περιορισμένον μήλο. Πρωτομήτεράμας τρελή, καταραμμένον φίδι. Ας θέ σ' άποσταθή Άδαμ στ' άπόκοτον καρίδι. Μ' Ινα μήλον παράνομον το γένος 'όλον πνίγεις, Και θάλασσαν απανωτού χίλιων κακών ανοίγεις. (Ρ. 8.) Εις πόσων παθών κύματα δια τήν παράίασίσου Πνιγοίουτοΰν ο· άγεννητοι μεταγενέστεροισου... La seconde partie est intitulee : ΙΙόσαις ζν,μίαις φέρνει ό θυμός ; la troisieme. Πώς πρέπει τις να προπέονγ·, τον Ουμόν. Pages 01-92 : Auctorcs in hac Opella citati. Bibliotliequp de Jean Gennadius (a Londres), exemplaire incomplet du feuillet signe II, p. !i7-64.
  3. ΠΑΤΡΟΣ ΘΟΜΑ ΣΤΑΝΙΣΛΑΟΥ ΒΕΛΑΣΤΟΥ